Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀτίλιος
ὁτιοῦν
ὀτὶς
ὀτλεύω
ὀτλέω
ὄτλημα
ὀτλήμων
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
View word page
ὀτόστυλλος
kind of plant
ShortDef
kind of plant
Debugging
Headword:
ὀτόστυλλος
Headword (normalized):
ὀτόστυλλος
Headword (normalized/stripped):
οτοστυλλος
IDX:
63553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63554
Key:
Data
{'content': 'kind of plant'}