Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
View word page
ἀναπρήθω
to blow forth, to let burst forth
ShortDef
to blow forth, to let burst forth
Debugging
Headword:
ἀναπρήθω
Headword (normalized):
ἀναπρήθω
Headword (normalized/stripped):
αναπρηθω
IDX:
6354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6355
Key:
Data
{'content': 'to blow forth, to let burst forth'}