Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
ὀσφυαλγέω
ὀσφυαλγής
ὀσφυαλγία
ὀσφυήξ
ὀσφῦς
ὄσχη
ὄσχιον
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταμπερ
ὅταν
Ὀτάνης
Ὀτάσπης
ὁτέ
ὅτε
ὅτι
View word page
ὄσχη
scrotum

ShortDef

scrotum

Debugging

Headword:
ὄσχη
Headword (normalized):
ὄσχη
Headword (normalized/stripped):
οσχη
IDX:
63529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63530
Key:

Data

{'content': 'scrotum'}