Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
View word page
ἀναπράσσω
to exact, levy
ShortDef
to exact, levy
Debugging
Headword:
ἀναπράσσω
Headword (normalized):
ἀναπράσσω
Headword (normalized/stripped):
αναπρασσω
IDX:
6352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6353
Key:
Data
{'content': 'to exact, levy'}