Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
ὀσφυαλγέω
ὀσφυαλγής
ὀσφυαλγία
ὀσφυήξ
ὀσφῦς
ὄσχη
ὄσχιον
View word page
ὀσφραντικός
capable of smelling, quick of scent
ShortDef
capable of smelling, quick of scent
Debugging
Headword:
ὀσφραντικός
Headword (normalized):
ὀσφραντικός
Headword (normalized/stripped):
οσφραντικος
IDX:
63520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63521
Key:
Data
{'content': 'capable of smelling, quick of scent'}