Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
View word page
ἀνάπρασις
retail dealing
ShortDef
retail dealing
Debugging
Headword:
ἀνάπρασις
Headword (normalized):
ἀνάπρασις
Headword (normalized/stripped):
αναπρασις
IDX:
6351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6352
Key:
Data
{'content': 'retail dealing'}