Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
ὀσφυαλγέω
ὀσφυαλγής
ὀσφυαλγία
ὀσφυήξ
View word page
ὀσφραίνομαι
to catch scent of, smell, scent, track
ShortDef
to catch scent of, smell, scent, track
Debugging
Headword:
ὀσφραίνομαι
Headword (normalized):
ὀσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
οσφραινομαι
IDX:
63517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63518
Key:
Data
{'content': 'to catch scent of, smell, scent, track'}