Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
ὀσφυαλγέω
ὀσφυαλγής
ὀσφυαλγία
View word page
ὀσφράδιον
nosegay
ShortDef
nosegay
Debugging
Headword:
ὀσφράδιον
Headword (normalized):
ὀσφράδιον
Headword (normalized/stripped):
οσφραδιον
IDX:
63516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63517
Key:
Data
{'content': 'nosegay'}