Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
View word page
ὀστρίτης
a kind of stone
ShortDef
a kind of stone
Debugging
Headword:
ὀστρίτης
Headword (normalized):
ὀστρίτης
Headword (normalized/stripped):
οστριτης
IDX:
63513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63514
Key:
Data
{'content': 'a kind of stone'}