Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
View word page
ὄστριμον
byre

ShortDef

byre

Debugging

Headword:
ὄστριμον
Headword (normalized):
ὄστριμον
Headword (normalized/stripped):
οστριμον
IDX:
63512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63513
Key:

Data

{'content': 'byre'}