Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
View word page
ὀστρεώδης
of the oyster kind

ShortDef

of the oyster kind

Debugging

Headword:
ὀστρεώδης
Headword (normalized):
ὀστρεώδης
Headword (normalized/stripped):
οστρεωδης
IDX:
63511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63512
Key:

Data

{'content': 'of the oyster kind'}