Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
View word page
ὄστρεον
an oyster
ShortDef
an oyster
Debugging
Headword:
ὄστρεον
Headword (normalized):
ὄστρεον
Headword (normalized/stripped):
οστρεον
IDX:
63510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63511
Key:
Data
{'content': 'an oyster'}