Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
View word page
ὀστρειογραφής
purple-painted

ShortDef

purple-painted

Debugging

Headword:
ὀστρειογραφής
Headword (normalized):
ὀστρειογραφής
Headword (normalized/stripped):
οστρειογραφης
IDX:
63509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63510
Key:

Data

{'content': 'purple-painted'}