Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
View word page
ἀνάπραξις
exaction
ShortDef
exaction
Debugging
Headword:
ἀνάπραξις
Headword (normalized):
ἀνάπραξις
Headword (normalized/stripped):
αναπραξις
IDX:
6350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6351
Key:
Data
{'content': 'exaction'}