Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντέον
View word page
ὀστρέϊνος
of or living in a shell, testaceous

ShortDef

of or living in a shell, testaceous

Debugging

Headword:
ὀστρέϊνος
Headword (normalized):
ὀστρέϊνος
Headword (normalized/stripped):
οστρεινος
IDX:
63508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63509
Key:

Data

{'content': 'of or living in a shell, testaceous'}