Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
View word page
ὀστρειακός
of the oyster
ShortDef
of the oyster
Debugging
Headword:
ὀστρειακός
Headword (normalized):
ὀστρειακός
Headword (normalized/stripped):
οστρειακος
IDX:
63507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63508
Key:
Data
{'content': 'of the oyster'}