Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὀσφράδιον
View word page
ὀστρακώδης
like an earthen pot

ShortDef

like an earthen pot

Debugging

Headword:
ὀστρακώδης
Headword (normalized):
ὀστρακώδης
Headword (normalized/stripped):
οστρακωδης
IDX:
63506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63507
Key:

Data

{'content': 'like an earthen pot'}