Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
View word page
ὀστρακόω
turn into potsherds, dash to pieces

ShortDef

turn into potsherds, dash to pieces

Debugging

Headword:
ὀστρακόω
Headword (normalized):
ὀστρακόω
Headword (normalized/stripped):
οστρακοω
IDX:
63505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63506
Key:

Data

{'content': 'turn into potsherds, dash to pieces'}