Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης
ὀστρύα
View word page
ὀστρακόχρως
with a hard skin

ShortDef

with a hard skin

Debugging

Headword:
ὀστρακόχρως
Headword (normalized):
ὀστρακόχρως
Headword (normalized/stripped):
οστρακοχρως
IDX:
63504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63505
Key:

Data

{'content': 'with a hard skin'}