Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
View word page
ὀστρακοφορέω
vote with

ShortDef

vote with

Debugging

Headword:
ὀστρακοφορέω
Headword (normalized):
ὀστρακοφορέω
Headword (normalized/stripped):
οστρακοφορεω
IDX:
63502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63503
Key:

Data

{'content': 'vote with'}