Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστρεώδης
View word page
ὀστρακόσδερμος
with a shell like a potsherd, hard-shelled
ShortDef
with a shell like a potsherd, hard-shelled
Debugging
Headword:
ὀστρακόσδερμος
Headword (normalized):
ὀστρακόσδερμος
Headword (normalized/stripped):
οστρακοσδερμος
IDX:
63501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63502
Key:
Data
{'content': 'with a shell like a potsherd, hard-shelled'}