Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
View word page
ὀστρακοποιός
potter

ShortDef

potter

Debugging

Headword:
ὀστρακοποιός
Headword (normalized):
ὀστρακοποιός
Headword (normalized/stripped):
οστρακοποιος
IDX:
63500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63501
Key:

Data

{'content': 'potter'}