Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
View word page
ὀστρακόνωτος
having the back covered with a hard shell

ShortDef

having the back covered with a hard shell

Debugging

Headword:
ὀστρακόνωτος
Headword (normalized):
ὀστρακόνωτος
Headword (normalized/stripped):
οστρακονωτος
IDX:
63499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63500
Key:

Data

{'content': 'having the back covered with a hard shell'}