Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
View word page
ἀναποφέρω
bring back again

ShortDef

bring back again

Debugging

Headword:
ἀναποφέρω
Headword (normalized):
ἀναποφέρω
Headword (normalized/stripped):
αναποφερω
IDX:
6349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6350
Key:

Data

{'content': 'bring back again'}