Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
View word page
ὄστρακον
an earthen vessel
ShortDef
an earthen vessel
Debugging
Headword:
ὄστρακον
Headword (normalized):
ὄστρακον
Headword (normalized/stripped):
οστρακον
IDX:
63498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63499
Key:
Data
{'content': 'an earthen vessel'}