Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
View word page
ὀστρακοκονία
pavement made of crushed potsherds, concrete
ShortDef
pavement made of crushed potsherds, concrete
Debugging
Headword:
ὀστρακοκονία
Headword (normalized):
ὀστρακοκονία
Headword (normalized/stripped):
οστρακοκονια
IDX:
63497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63498
Key:
Data
{'content': 'pavement made of crushed potsherds, concrete'}