Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
View word page
ὀστρακόδερμος
with a shell like a potsherd, hard-shelled

ShortDef

with a shell like a potsherd, hard-shelled

Debugging

Headword:
ὀστρακόδερμος
Headword (normalized):
ὀστρακόδερμος
Headword (normalized/stripped):
οστρακοδερμος
IDX:
63496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63497
Key:

Data

{'content': 'with a shell like a potsherd, hard-shelled'}