Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
View word page
ὀστρακίτης
ostracitis

ShortDef

ostracitis

Debugging

Headword:
ὀστρακίτης
Headword (normalized):
ὀστρακίτης
Headword (normalized/stripped):
οστρακιτης
IDX:
63495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63496
Key:

Data

{'content': 'ostracitis'}