Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
View word page
ὀστρακισμός
ostracism

ShortDef

ostracism

Debugging

Headword:
ὀστρακισμός
Headword (normalized):
ὀστρακισμός
Headword (normalized/stripped):
οστρακισμος
IDX:
63494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63495
Key:

Data

{'content': 'ostracism'}