Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
View word page
ὀστρακίς
pine-cone

ShortDef

pine-cone

Debugging

Headword:
ὀστρακίς
Headword (normalized):
ὀστρακίς
Headword (normalized/stripped):
οστρακις
IDX:
63493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63494
Key:

Data

{'content': 'pine-cone'}