Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορέω
View word page
ὀστράκιον
shell-fish

ShortDef

shell-fish

Debugging

Headword:
ὀστράκιον
Headword (normalized):
ὀστράκιον
Headword (normalized/stripped):
οστρακιον
IDX:
63492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63493
Key:

Data

{'content': 'shell-fish'}