Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόσδερμος
View word page
ὀστράκινος
earthen, of clay

ShortDef

earthen, of clay

Debugging

Headword:
ὀστράκινος
Headword (normalized):
ὀστράκινος
Headword (normalized/stripped):
οστρακινος
IDX:
63491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63492
Key:

Data

{'content': 'earthen, of clay'}