Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
View word page
ὀστρακίνδα
played with potsherds

ShortDef

played with potsherds

Debugging

Headword:
ὀστρακίνδα
Headword (normalized):
ὀστρακίνδα
Headword (normalized/stripped):
οστρακινδα
IDX:
63490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63491
Key:

Data

{'content': 'played with potsherds'}