Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
View word page
ὀστρακίζω
to banish by potsherds, ostracize

ShortDef

to banish by potsherds, ostracize

Debugging

Headword:
ὀστρακίζω
Headword (normalized):
ὀστρακίζω
Headword (normalized/stripped):
οστρακιζω
IDX:
63489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63490
Key:

Data

{'content': 'to banish by potsherds, ostracize'}