Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
View word page
ἀναπούλωτος
not scarred over

ShortDef

not scarred over

Debugging

Headword:
ἀναπούλωτος
Headword (normalized):
ἀναπούλωτος
Headword (normalized/stripped):
αναπουλωτος
IDX:
6348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6349
Key:

Data

{'content': 'not scarred over'}