Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακοκονία
View word page
ὀστρακηρός
of the nature of earthenware

ShortDef

of the nature of earthenware

Debugging

Headword:
ὀστρακηρός
Headword (normalized):
ὀστρακηρός
Headword (normalized/stripped):
οστρακηρος
IDX:
63487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63488
Key:

Data

{'content': 'of the nature of earthenware'}