Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
View word page
ὀστρακεύς
a potter
ShortDef
a potter
Debugging
Headword:
ὀστρακεύς
Headword (normalized):
ὀστρακεύς
Headword (normalized/stripped):
οστρακευς
IDX:
63486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63487
Key:
Data
{'content': 'a potter'}