Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
View word page
ὀστρακᾶς
potter
ShortDef
potter
Debugging
Headword:
ὀστρακᾶς
Headword (normalized):
ὀστρακᾶς
Headword (normalized/stripped):
οστρακας
IDX:
63485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63486
Key:
Data
{'content': 'potter'}