Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
ὀστρακίς
ὀστρακισμός
View word page
ὀστοφυής
of bony nature
ShortDef
of bony nature
Debugging
Headword:
ὀστοφυής
Headword (normalized):
ὀστοφυής
Headword (normalized/stripped):
οστοφυης
IDX:
63484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63485
Key:
Data
{'content': 'of bony nature'}