Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστράκιον
View word page
ὀστοφαγέω
eat bones

ShortDef

eat bones

Debugging

Headword:
ὀστοφαγέω
Headword (normalized):
ὀστοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
οστοφαγεω
IDX:
63482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63483
Key:

Data

{'content': 'eat bones'}