Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
View word page
ὀστολόγος
collecting bones

ShortDef

collecting bones

Debugging

Headword:
ὀστολόγος
Headword (normalized):
ὀστολόγος
Headword (normalized/stripped):
οστολογος
IDX:
63480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63481
Key:

Data

{'content': 'collecting bones'}