Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
View word page
ὀστολογία
gathering up of bones

ShortDef

gathering up of bones

Debugging

Headword:
ὀστολογία
Headword (normalized):
ὀστολογία
Headword (normalized/stripped):
οστολογια
IDX:
63479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63480
Key:

Data

{'content': 'gathering up of bones'}