Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
View word page
ἀναπότμητος
not to be cut off

ShortDef

not to be cut off

Debugging

Headword:
ἀναπότμητος
Headword (normalized):
ἀναπότμητος
Headword (normalized/stripped):
αναποτμητος
IDX:
6347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6348
Key:

Data

{'content': 'not to be cut off'}