Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
View word page
ὀστολογέω
gather bones

ShortDef

gather bones

Debugging

Headword:
ὀστολογέω
Headword (normalized):
ὀστολογέω
Headword (normalized/stripped):
οστολογεω
IDX:
63478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63479
Key:

Data

{'content': 'gather bones'}