Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
View word page
ὀστοκοπώδης
feeling as if one's bones were broken
ShortDef
feeling as if one's bones were broken
Debugging
Headword:
ὀστοκοπώδης
Headword (normalized):
ὀστοκοπώδης
Headword (normalized/stripped):
οστοκοπωδης
IDX:
63477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63478
Key:
Data
{'content': "feeling as if one's bones were broken"}