Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστρακεύς
View word page
ὀστοκατεάκτης
ossifrage, lammergeyer

ShortDef

ossifrage, lammergeyer

Debugging

Headword:
ὀστοκατεάκτης
Headword (normalized):
ὀστοκατεάκτης
Headword (normalized/stripped):
οστοκατεακτης
IDX:
63476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63477
Key:

Data

{'content': 'ossifrage, lammergeyer'}