Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
View word page
ὀστοειδής
like bones

ShortDef

like bones

Debugging

Headword:
ὀστοειδής
Headword (normalized):
ὀστοειδής
Headword (normalized/stripped):
οστοειδης
IDX:
63474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63475
Key:

Data

{'content': 'like bones'}