Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστοποιητικός
View word page
ὀστοδερμία
skin and bone

ShortDef

skin and bone

Debugging

Headword:
ὀστοδερμία
Headword (normalized):
ὀστοδερμία
Headword (normalized/stripped):
οστοδερμια
IDX:
63471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63472
Key:

Data

{'content': 'skin and bone'}