Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
View word page
ὄστλιγξ
hair
ShortDef
hair
Debugging
Headword:
ὄστλιγξ
Headword (normalized):
ὄστλιγξ
Headword (normalized/stripped):
οστλιγξ
IDX:
63470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63471
Key:
Data
{'content': 'hair'}