Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
ὀστολογία
View word page
ὀστίτης
in or of the bones
ShortDef
in or of the bones
Debugging
Headword:
ὀστίτης
Headword (normalized):
ὀστίτης
Headword (normalized/stripped):
οστιτης
IDX:
63469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63470
Key:
Data
{'content': 'in or of the bones'}